- τίφος
- -ίφους και -ίφεος, τὸ, Α(ποιητ. τ.) ελώδης ή πολύ υγρός τόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει ωστόσο προταθεί η σύνδεση τού τ. με τη λ. τῖλος* «τίλημα, τσίρλα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τῖφος — standing water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίφιος — ία, ον, Α [τῑφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τίφος*, ελώδης 2. (κατά τον Ησύχ.) «τίφια ὄρνεα τὰ ἐν τοῑς ἕλεσι γινόμενα» … Dictionary of Greek
τίφη — one grained wheat fem nom/voc sg (attic epic ionic) τί̱φη , τῖφος standing water neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τί̱φη , τῖφος standing water neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
τίφυον — τὸ, Α ποώδες διακοσμητικό φυτό από το οποίο κατασκεύαζαν ανθοδέσμες και στεφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. τῖφος* «έλος»] … Dictionary of Greek
τιφώδης — ῶδες, Α [τῑφος] τίφιος* … Dictionary of Greek
τιφῶν — τίφη one grained wheat fem gen pl τῑφῶν , τῖφος standing water neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίφα — τίφᾱ , τίφη one grained wheat fem nom/voc/acc dual τίφᾱ , τίφη one grained wheat fem nom/voc sg (doric aeolic) τί̱φᾱ , τῖφος standing water neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίφην — τίφη one grained wheat fem acc sg (attic epic ionic) τί̱φην , τῖφος standing water neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tā-, tǝ-; tāi-, tǝi-, tī̆ -; (tāu-), tǝu-, tū̆- — tā , tǝ ; tāi , tǝi , tī̆ ; [tāu ], tǝu , tū̆ English meaning: to melt, dissipate, decay Deutsche Übersetzung: ‘schmelzen, sich auflösen (fließen), hinschwinden (Moder, verwesendes)” Material: A. Osset. thayun “tauen, melt”… … Proto-Indo-European etymological dictionary